ανάλλαγος

ανάλλαγος
ανάλλαγος, -η, -ο και ανάλλαχτος, -η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έχει αλλάξει, αμετάβλητος, αναλλοίωτος: Τόσα χρόνια έχουν περάσει και είναι ανάλλαγος.
2. αυτός που δεν αλλάχτηκε, δεν αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο: Γύρισε με το χαρτονόμισμα ανάλλαχτο.
3. αυτός που δεν άλλαξε τα ρούχα του, ιδιαίτερα τα εσώρουχα: Πάνω από μια βδομάδα είμαι ανάλλαγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάλλαγος — η, ο ο ανάλλακτος* …   Dictionary of Greek

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • αναλλαγιά — η [ανάλλαγος] η αναλλαξιά* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”